θανατογράφος

θανατογράφος
ο
λαβίδα με οδοντωτά χείλη που χρησιμοποιείται για την πιστοποίηση τού θανάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + -γράφος (< γράφω), πρβλ. ζω-γράφος, σεισμο-γράφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”